καπνοφράκτης

καπνοφράκτης
διάφραγμα κατάλληλο για τη ρύθμιση τής εξαγωγής τών καυσαερίων από την καπνοδόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. registre de tirage. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ντάμπερ — και τάμπερ, ο άκλ. καπνοφράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. damper «καπνοφράκτης»] …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”